- γραμματοσυλλέκτης
- [грамматосиллэктис] ουσ. а. филателист.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
γραμματοσυλλέκτης — ο 1. αυτός που συλλέγει τις επιστολές από τα γραμματοκιβώτια 2. ο γραμματοσημοσυλλέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) + συλλέκτης. Η λ. γραμματοσυλλέκται μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek
γραμματοσημοσυλλέκτης, ο — και γραμματοσυλλέκτης θηλ. ρια αυτός που συλλέγει γραμματόσημα, ο φιλοτελιστής: Στο παρελθόν ήταν μανιακός γραμματοσημοσυλλέκτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)